- παχύρα
- (pachyra). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιοειδών, στο οποίο ανήκουν μεγάλα δέντρα με πλατιά φύλλα, ωραιότατα άνθη και καρπούς κάψες με πολλά σπέρματα. Το γνωστότερο είδος είναι η π. η υδρόβια, ιθαγενής της Γουιάνας, που καλλιεργείται και στις Αντίλες, για τους εδώδιμους καρπούς της.
Dictionary of Greek. 2013.